- εξαγνιστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά εξαγνιστήριος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαγνιστικός — ή, ό εξαγνιστήριος («εξαγνιστικές τελετές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Αλεξανδρίδη] … Dictionary of Greek
αγήλατος — ἀγήλατος, ον (Α) αυτός που διώχνει το ἄγος*, το βδέλυγμα, την κατάρα, ο εξαγνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγος + ἐλαύνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀγηλατῶ] … Dictionary of Greek
αγιαστικός — ή, ό (Α ἁγιαστικός, ή, όν) [αγιάζω] αυτός που έχει την ικανότητα να κάνει κάποιον ή κάτι άγιο, να καθαγιάζει, ο εξαγνιστικός … Dictionary of Greek
αγνίτης — ἁγνίτης, ο (Α) αυτός που εξαγνίζει, εξαγνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνίζω + παραγ. κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
αγνιστικός — ἁγνιστικός, ή, όν (Μ) αυτός που εξαγνίζει, εξαγνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνίζω + παραγ. κατάλ. τικός] … Dictionary of Greek
αγνοπόλος — ἁγνοπόλος, ον (Α) αυτός που εξαγνίζει, εξαγνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός + πόλος < πολέω] … Dictionary of Greek
καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… … Dictionary of Greek
καθαριστικός — καθαριστικός, ή, όν (Α) [καθαρίζω] αυτός που εξαγνίζει, που συντελεί στον καθαρισμό, εξαγνιστικός … Dictionary of Greek
καθαρτικός — ή, ό (ΑΜ καθαρτικός, ή, όν) [καθαρτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθαρση, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαγνίζει, εξαγνιστικός («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθαρτικό(ν) φάρμακο που… … Dictionary of Greek
εξαγνιστήριος — α, ο που εξαγνίζει, που χρησιμεύει ή που είναι κατάλληλος για εξαγνισμό (βλ. λ.), εξαγνιστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)